πώγων

πώγων
-ωνος, ο, ΝΜΑ
1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.)
2. πιγούνι
3. ως κύριο όν. Πώγων
φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών τής νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών τής Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν Τροιζηνίων λιμένα προείρητο συλλέγεσθαι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αστρον. ανώμαλη ουρά κομήτη που έχει κατεύθυνση προς τον Ήλιο
2. (για άλογα) το μέρος τής κεφαλής που βρίσκεται πίσω από το κάτω χείλος στη συμβολή τών δύο γνάθων, όπου ακουμπάει το ψέλλι τού χαλινού
αρχ.
1. το μακρύ τρίχωμα που φυτρώνει κάτω από το σαγόνι μερικών μαστοφόρων ζώων
2. η ρυτιδωμένη σάρκα γύρω από το ράμφος τής στρουθοκαμήλου
3. τα σαρκώδη εκφύματα κάτω από το σαγόνι τού πετεινού
4. (σχετικά με φίδι) εξόγκωμα που βρίσκεται κάτω από το πιγούνι
5. είδος φυτού που είναι γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία λαγόχορτο ή σκούλι
6. μτφ. ακίδα βέλους («βέλους δ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῡνται», Πολυδ.)
7. φρ. «πώγων πυρός»
μτφ. πύρινη γλώσσα («πώγων πυρός
ἡ εἰς ὀξὺ ἀναδρομὴ τῆς φλογός», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με το πήγνυμι ή με την ΙΕ ρ. *peu- / *pū- / *pō[u]- με σημ. «φουσκώνω» δεν θεωρούνται πιθανές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πώγων — beard masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώγων — beard masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πώγων' — Πώγωνα , Πώγων beard masc acc sg Πώγωνι , Πώγων beard masc dat sg Πώγωνε , Πώγων beard masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώγων' — πώγωνα , πώγων beard masc acc sg πώγωνι , πώγων beard masc dat sg πώγωνε , πώγων beard masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πωγώνων — Πώγων beard masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωγώνων — πώγων beard masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πώγωνα — Πώγων beard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώγωνα — πώγων beard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πώγωνας — Πώγων beard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώγωνας — πώγων beard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”